ευλυτώ

ευλυτώ
εὐλυτῶ, -έω (Α) (Μ εὐλυτόω)
[εύλυτος]
(για κακό, δυσχέρειες, χρέη κ.λπ.) απαλλάσσω, απελευθερώνω, γλυτώνω κάποιον από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐλύτῳ — εὔλυτος easy to untie masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… …   Dictionary of Greek

  • διευλυτώ — (I) διευλυτῶ ( έω) (Α) [εύλυτος] διαλύω σύμβαση, πληρώνω χρέος. (II) διευλυτῶ ( όω) (Μ) [ευλυτώ] απαλλάσσω, ελευθερώνω …   Dictionary of Greek

  • ευλύτησις — εὐλύτησις, ἡ (Α) [ευλυτώ] επιγρ. απαλλαγή, σωτηρία από χρέος …   Dictionary of Greek

  • ευλύτωσις — εὐλύτωσις, ἡ (Μ) [ευλυτῶ] εξόφληση, αποπληρωμή χρέους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”